- κλυτόπωλος
- κλυτόπωλοςwith noble steedsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλυτόπωλος — κλυτόπωλος, ον (Α) περίφημος για τους πώλους του ή για τα άλογά του (α. «εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχήν δ Ἄιδι κλυτοπώλῳ», Ομ. Ιλ. β. «κλυτόπωλος λόχος» οι ήρωες τού Δούρειου ίππου, Τρύφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + πῶλος (πρβλ. ενδοξό πωλος, λευκό… … Dictionary of Greek
κλυτόπωλον — κλυτόπωλος with noble steeds masc/fem acc sg κλυτόπωλος with noble steeds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυτοπώλου — κλυτόπωλος with noble steeds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυτοπώλῳ — κλυτόπωλος with noble steeds masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυτόπωλε — κλυτόπωλος with noble steeds masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АИД — • Άίδης, эпическое Άΐδης и Άϊδωνεύς, Πλούτων, Pluto Dis, сын Кроноса и Реи (Hesiod. theog. 453), брат Зевса, властелин преисподни, подземный Зевс (Ζεὺς καταχθόνιος, άναξ, ε̉νέρων, Ноm. Il. 15, 188. 9, 457). В преисподне, полученной… … Реальный словарь классических древностей